Έκφραση | Γραμματική κατηγορία |
---|---|
άσπρα (τα) | ουσιαστικό |
άσπρα κρέατα | ουσιαστικό |
άσπρα μαλλιά | ουσιαστικό |
άσπρα σταφύλια | ουσιαστικό |
άσπρη (η) | ουσιαστικό |
Άσπρη Θάλασσα | ουσιαστικό |
άσπρη κόλα | ουσιαστικό |
άσπρο πάτο | έκφραση |
κάνω το άσπρο μαύρο | έκφραση |
τον έκαμα απ' άσπρου | έκφραση |