άσπρα κρέατα

[ουσιαστικό]

ΧΡΩΜΑ

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: WHITE

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (el) άσπρος

ΣΗΜΑΣΙΑ

  1. που έχει ανοιχτό χρώμα σε αντίθεση με κτ. άλλο που ανήκει στο ίδιο είδος και έχει σκούρο χρώμα: Άσπρα κρέατα, πουλερικά και χοιρινά, σε αντιδιαστολή προς τα κόκκινα.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

  • ταξινομική

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

<κρέατα>άσπρα κρέατα | κόκκινα κρέατα