άσπρα (τα)

[ουσιαστικό]

ΧΡΩΜΑ

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: WHITE

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (el) άσπρος

ΣΗΜΑΣΙΑ

  1. νόμισμα μικρής αξίας σε διάφορες χώρες κι εποχές, στον πληθ. το χρήμα, το βιος, ο πλούτος