άσπρο πάτο

[έκφραση] (χωρίς πληθ.)

ΧΡΩΜΑ

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: WHITE

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (el) άσπρος

ΣΗΜΑΣΙΑ

ΙΣΤΟΡΙΑ
(σπάνιο)

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

  • μεταφορική

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΧΡΗΣΗΣ

  • 119