άσπρη κόλα

[ουσιαστικό]

ΧΡΩΜΑ

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: WHITE

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (el) άσπρος

ΣΗΜΑΣΙΑ

  1. που έχει άσπρο χρώμα ή που δεν είναι γραμμένη, π.χ. σε διαγώνισμα (κενή)

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΧΡΗΣΗΣ

  1. δίνω άσπρη κόλα

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΧΡΗΣΗΣ

  • 311

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

(en) to leave it blanc

(fr) page blanche (rendre)

(es) dejarlo en blanco