άσπρα μαλλιά

[ουσιαστικό]

ΧΡΩΜΑ

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: WHITE

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (el) άσπρος

ΣΗΜΑΣΙΑ

  1. η μεγάλη, η γεροντική ηλικία

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΧΡΗΣΗΣ

  • 575

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

<κάρτα>κόκκινη κάρτα | κίτρινη κάρτα | άσπρα μαλλιά | carte blanche à quelqu'un (donner) | carta branca (dar) | carta blanca (dar) | carte blanche (to give)

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

(en) waiting until my hair turns white

(fr) cheveux blancs

(fr) se faire des cheveux blancs