carte blanche (to give)

[έκφραση] (χωρίς πληθ.)

ΧΡΩΜΑ

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: WHITE

ΣΗΜΑΣΙΑ

  1. με πλήρη ελευθερία κινήσεων για λογαριασμό (κάποιου), χωρίς επιφυλάξεις, περιορισμούς, εγγυήσεις, με πλήρη εξουσιοδότηση

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

  • μεταφορική

ΜΕΤΑΦΟΡΑ

  • PERMISSION

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

<κάρτα>κόκκινη κάρτα | κίτρινη κάρτα | άσπρα μαλλιά | carte blanche à quelqu'un (donner) | carta branca (dar) | carta blanca (dar) | carte blanche (to give)