[επίθετο]
ΧΡΩΜΑ
ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: WHITE
ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (el) κόκκινος
ΣΗΜΑΣΙΑ
- (για πρόσ .) αυτός που ανήκει στην ανθρώπινη φυλή που έχει ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα· κυρ. ως ουσ. κατ' αντιδιαστολή προς τους μαύρους, τους ερυθρόδερμους, τους Ασιάτες της Άπω Ανατολής (<<κίτρινους>>), τους μελαμψούς κ.λπ.
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ