είναι / έφτασε στο κόκκινο

[έκφραση] (χωρίς πληθ.)

ΧΡΩΜΑ

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: RED

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (el) κόκκινος

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

  • μεταφορική

ΜΕΤΑΦΟΡΑ

  • LIMIT

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΧΡΗΣΗΣ

  1. Στο «κόκκινο» η αγωνία για τον επιχειρηματία Μιχ. Λεμπιδάκη
  2. Μπορεί το ενδεχόμενο αποχώρησης της Ελλάδας από τη ζώνη του κοινού νομίσματος να μη συζητήθηκε, αλλά η αγωνία για το μέλλον της Αθήνας έφτασε στο κόκκινο.