to be in someone’s black list

[έκφραση]

ΧΡΩΜΑ

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: BLACK

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (en) black

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

  • μεταφορική

ΜΕΤΑΦΟΡΑ

  • BAD IS BLACK

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΧΡΗΣΗΣ

  • 17 [black list]enTenTen (Sketch Engine)

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

(el) είμαι στη μαύρη λίστα