[έκφραση]
ΧΡΩΜΑ
ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: BLACK
ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (el) μαύρος
ΣΗΜΑΣΙΑ
- κατάλογος προσώπων, πραγμάτων κ.λπ. που καταδικάζονται, που πρέπει να αποφεύγονται ή να καταστραφούν.
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
ΜΕΤΑΦΟΡΑ
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΧΡΗΣΗΣ
- Στη μαύρη λίστα βρίσκονται τα νοσοκομεία του Πειραιά
- Ο πρωταθλητής είχε μπει στα μαύρα κατάστιχα του κολοσσού
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΧΡΗΣΗΣ
- 2.315 [μαύρη λίστα]elTenTen (Sketch Engine)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
(fr) être sur la liste noire
(en) to be in someone’s black list
(es) estar en la lista negra
(pt) estar na lista negra