[ουσιαστικό] (χωρίς πληθ.)
ΧΡΩΜΑ
ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: RED
ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (el) κόκκινος
ΣΗΜΑΣΙΑ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
ΜΕΤΑΦΟΡΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
(en) to see life through/with rose rose-tinted/colored glasses