être dans le rouge

[έκφραση] (χωρίς πληθ.)

ΧΡΩΜΑ

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: RED

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (fr) rouge

ΣΗΜΑΣΙΑ

τραπεζικό σύστημα, οικονομικά

ΜΕΤΑΦΟΡΑ

  • LIMIT

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

(en) to be in the red

(pt) estar no vermelho