κόκκινο πανί (το)

[ουσιαστικό] (χωρίς πληθ.)

ΧΡΩΜΑ

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: RED

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (el) κόκκινος

ΣΗΜΑΣΙΑ

  1. οτιδήποτε προκαλεί την έντονη αντίδραση (θυμό, επιθετικότητα κ.λπ.) κάποιου, ό,τι τον εξερεθίζει.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

  • μεταφορική

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΧΡΗΣΗΣ

  1. "Κόκκινο πανί" ο Δώνης για τους φίλους και οπαδούς της Πάφου
  2. - Γιατί είσαι ο αδερφός του Αντώνη. Ο Αντώνης είναι το κόκκινο πανί.