λευκή κόλ(λ)α

[ουσιαστικό]

ΧΡΩΜΑ

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: WHITE

ΣΗΜΑΣΙΑ

  1. η κόλλα (σελίδες) εξετάσεων, στην οποία ο εξεταζόμενος δεν έχει απαντήσει σε κανένα από τα ερωτήματα.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΧΡΗΣΗΣ

  1. Έδωσα λευκή κόλα στα μαθηματικά, δεν έγραψα τίποτα.