λευκό ψηφοδέλτιο

[ουσιαστικό]

ΧΡΩΜΑ

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: WHITE

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (el) λευκός

ΣΗΜΑΣΙΑ

  1. το ουδέτερο, που δεν εκφράζει προτίμηση

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΧΡΗΣΗΣ

  • 134 [λευκό ψηφοδέλτιο]

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

(en) white vote

(fr) vote blanc

(es) voto en blanco

(pt) voto (em) branco