λευκή ψήφος

[ουσιαστικό]

ΧΡΩΜΑ

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: WHITE

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (el) λευκός

ΣΗΜΑΣΙΑ

  1. η ψήφος που αντιστοιχεί σε ψηφοδέλτιο πάνω στο οποίο δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη και με την οποία δεν εκφράζεται προτίμηση σε κανέναν από τους υποψηφίους μιας εκλογικής αναμέτρησης
  2. (σε δικαστήριο) η αθωωτική ψήφος

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΧΡΗΣΗΣ

  • 181

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

(en) white vote

(fr) vote blanc

(es) voto en blanco

(pt) voto (em) branco