[ουσιαστικό]
ΧΡΩΜΑ
ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: WHITE
ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (el) λευκός
ΣΗΜΑΣΙΑ
- η ψήφος που αντιστοιχεί σε ψηφοδέλτιο πάνω στο οποίο δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη και με την οποία δεν εκφράζεται προτίμηση σε κανέναν από τους υποψηφίους μιας εκλογικής αναμέτρησης
- (σε δικαστήριο) η αθωωτική ψήφος
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΧΡΗΣΗΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
(en) white vote
(fr) vote blanc
(es) voto en blanco
(pt) voto (em) branco