λευκά είδη

[ουσιαστικό] (μόνο πληθ.)

ΧΡΩΜΑ

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: WHITE

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (el) λευκός

ΣΗΜΑΣΙΑ

  1. υφασμάτινα είδη για οικιακή χρήση (πετσέτες, τραπεζομάντηλα, σεντόνια κ.λπ.)

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΧΡΗΣΗΣ

  • 565

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

(en) white fabrics

(es) tejidos blancos