λευκή μαγεία

[ουσιαστικό]

ΧΡΩΜΑ

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: WHITE

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (el) λευκός

ΣΗΜΑΣΙΑ

  1. η μαγεία που επικαλείται δυνάμεις του καλού ή αποσκοπεί στο καλό κάποιου, χρησιμοποιώντας φυσικές, υλικές δυνάμεις

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

  • ταξινομική

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

<μαγεία>μαύρη μαγεία | λευκή μαγεία