être sur la liste rouge de

[έκφραση] (χωρίς πληθ.)

ΧΡΩΜΑ

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: RED

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (fr) rouge

ΣΗΜΑΣΙΑ

  1. être en danger, être menacé

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

  • μεταφορική

ΜΕΤΑΦΟΡΑ

  • DANGER IS RED

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΧΡΗΣΗΣ

  1. Glaréole à ailes noires (Glareola nordmanni) figurent depuis longtemps sur la liste rouge de l'UICN des espèces menacées. unep-aewa.org

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

(en) to be on red listed