être dans le noir

[έκφραση]

ΧΡΩΜΑ

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: BLACK

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (fr) noir

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

  • επιτατική

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΧΡΗΣΗΣ

  • 2.259 [être dans le noir]frTenTen (Sketch Engine)

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

(el) είμαι στο μαύρο σκοτάδι