Κίτρινοι

[ουσιαστικό] (μόνο πληθ.)

ΧΡΩΜΑ

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: YELLOW

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (el) κίτρινος

ΣΗΜΑΣΙΑ

  1. οι άνθρωποι της κίτρινης φυλής, οι Ασιάτες

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

  • μετωνυμική

ΜΕΤΩΝΥΜΙΑ

  • οι Ασιάτες