γκρίζα ζώνη

[ουσιαστικό] (συνήθως πληθ.)

ΧΡΩΜΑ

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: GREY

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (el) γκρίζος

ΣΗΜΑΣΙΑ

  1. 1. γεωγραφικές περιοχές που αλληλοδιεκδικούνται ή που είναι πληθυσμιακά μικτές 2. (συνεκδ.) οποιεσδήποτε καταστάσεις νοούνται σε έναν ενδιάμεσο χώρο, όπου είναι δυσχερής ο ακριβής προσδιορισμός της κατηγορίας στην οποία ανήκει κάποιο αντικείμενο.

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΧΡΗΣΗΣ

  • 1.619 [γκρίζες ζώνες]elTenTen

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

(en) grey area

(fr) zone grise

(es) zona gris

(pt) zona cinzenta

(pt) zona cinzenta