γκρίζος

[επίθετο]

ΧΡΩΜΑ

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: GREY

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (el) γκρίζος

ΣΗΜΑΣΙΑ

  1. 1. που χαρακτηρίζεται από ισοπεδωτική μονοτονία, που στερείται ζωντάνιας ή ενδιαφέροντος. ΣΥΝ. μουντός, πληκτικός, ουδέτερος, καταθλιπτικός. 2.που έχει ακαθόριστο χαρακτήρα (π.χ. ως προς το νομικό καθεστώς που τον διέπει)