POLYCHROMO
Home
Colors
Expressions
About
Bibliography
Statistics
Editor
Login
πράσινο
[ουσιαστικό] (χωρίς πληθ.)
ΧΡΩΜΑ
ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ:
GREEN
ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (el)
πράσινος
ΣΗΜΑΣΙΑ
γενική ονομασία για τη χλόη, τη βλάστηση, τα δέντρα.