πράσινο

[ουσιαστικό] (χωρίς πληθ.)

ΧΡΩΜΑ

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: GREEN

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (el) πράσινος

ΣΗΜΑΣΙΑ

  1. γενική ονομασία για τη χλόη, τη βλάστηση, τα δέντρα.