πράσινος

[επίθετο]

ΧΡΩΜΑ

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: GREEN

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (el) πράσινος

ΣΗΜΑΣΙΑ

  1. 1. (για καρπούς, φρούτα) αυτός που δεν έχει ωριμάσει ακόμα, άγουρος. 2. (για έκταση, περιοχή) κατάφυτος, αυτός που έχει πολλά φυτά, δέντρα ή δάση 3. αυτός που έχει οικολογικό περιεχόμενο ή προσανατολισμό.