μαύρες

[ουσιαστικό] (μόνο πληθ.)

ΧΡΩΜΑ

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: BLACK

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (el) μαύρος

ΣΗΜΑΣΙΑ

  1. οι φουσκάλες της αρρώστιας ευλογιάς

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

  • μετωνυμική

ΜΕΤΩΝΥΜΙΑ

  • οι φουσκάλες της αρρώστιας ευλογιάς