μαύρος

[ουσιαστικό]

ΧΡΩΜΑ

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: BLACK

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (el) μαύρος

ΣΗΜΑΣΙΑ

  1. (στα ακριτικά τραγούδια) άλογο με μελανό τρίχωμα.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΧΡΗΣΗΣ

  1. κι αντάμα έχουν τους μαύρους τους στον πλάτανο δεμένους (δημ. τραγ.)