μαύρος

[επίθετο]

ΧΡΩΜΑ

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: BLACK

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (el) μαύρος

ΣΗΜΑΣΙΑ

  1. που έχει αποκτήσει σκούρο δέρμα από την έκθεση στον ήλιο• μαυρισμένος. ΣΥΝ. μελαχρινός, μαυρειδερός.
  2. βρόμικος

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

  • μεταφορική