POLYCHROMO
Home
Colors
Expressions
About
Bibliography
Statistics
Editor
Login
μαύρος
[επίθετο]
ΧΡΩΜΑ
ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ:
BLACK
ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (el)
μαύρος
ΣΗΜΑΣΙΑ
που έχει αποκτήσει σκούρο δέρμα από την έκθεση στον ήλιο• μαυρισμένος. ΣΥΝ. μελαχρινός, μαυρειδερός.
βρόμικος
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
μεταφορική