μαύρη αγορά

[ουσιαστικό] (χωρίς πληθ.)

ΧΡΩΜΑ

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: BLACK

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (el) μαύρος

ΣΗΜΑΣΙΑ

  1. η παράνομη πώληση σε υπέρογκες τιμές προΪόντων που είναι απαγορευμένα ή σπανίζουν (π.χ. στην περίοδο της Κατοχής).

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

  • μεταφορική

ΜΕΤΑΦΟΡΑ

  • BAD IS BLACK

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΧΡΗΣΗΣ

  1. Εξαρθρώθηκε κύκλωμα που πουλούσε στη μαύρη αγορά εισιτήρια.

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΧΡΗΣΗΣ

  • 1.790 [μαύρη αγορά]elTenTen (Sketch Engine)

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

(fr) marché noir

(en) black market

(es) mercado negro

(pt) mercado negro