μαύρος

[ουσιαστικό]

ΧΡΩΜΑ

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: BLACK

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ: (el) μαύρος

ΣΗΜΑΣΙΑ

  1. (α) το πρόσωπο που ανήκει στην αφρικανικής προέλευσης φυλή των νέγρων ΣΥΝ. νέγρος, (μειωτ.) αράπης. (β) πρόσωπο που εργάζεται πολύ και σκληρά, σαν σκλάβος. (γ) (συνεκδ.) αυτός που σχετίζεται με τη φυλή των μαύρων, την κουλτούρα και τον πολιτισμό της.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

  • ταξινομική
  • μειωτική

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΧΡΗΣΗΣ

  1. μαύρη μουσική